γοργονοειδής

γοργονοειδής
-ές (Α γοργονοειδής, -ές)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οκτωκοράλλια ανθόζωα που σχηματίζουν αποικίες σε σχήμα δέντρων ή θάμνων
αρχ.
όμοιος με τη Γοργόνα, τη Μέδουσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γοργώδης — γοργώδης, ες (Α) [Γοργώ] ο γοργονοειδής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”